Δωδωναῖον

Δωδωναῖον
Δωδωναῖος
chatterbox
masc acc sg
Δωδωναῖος
chatterbox
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δωδωναίος — α, ο (AM δωδωναῑος, αία, αῑον) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Δωδώνη αρχ. παροιμ. «δωδωναῑον χαλκεῑον» πάρα πολύ φλύαρος …   Dictionary of Greek

  • χαλκίον — και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός] 1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό 2. κύμβαλο 3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι 4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.) 5. χάλκινο εισιτήριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”